Γιώργος  Σεφέρης

 

 Συμπληρώνονται τριάντα χρόνια φέτος από το θάνατο του Γιώργου Σεφέρη, αυτού του κορυφαίου έλληνα ποιητή που με το έργο του και το βραβείο Νόμπελ που κέρδισε, τίμησε και δόξασε την Ελλάδα και τον σύγχρονο πολιτισμό της.

Ο Γιώργος Σεφέρης, υπήρξε μια από τις πιο λαμπρές προσωπικότητες της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Ο Νομπελίστας ποιητής που κατάφερε με τους στίχους του όχι μόνο να αγγίξει τις ψυχές των Ελλήνων αλλά και να κάνει γνωστή την ελληνική ποίηση σε όλο τον κόσμο. Δικαίως δε, θεωρείται ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της γενιάς των ποιητών του '30 - Καβάφης, Σικελιανός, Βάρναλης, και εκείνης των νεώτερων - Ρίτσος, Ελύτης.

 Και ο Σεφέρης, όπως και ο Καβάφης, αγαπήθηκαν από τις νεότερες γενιές γιατί κατόρθωσαν με την ποίησή τους να γεμίσουν αυτό το μεγάλο κενό της εθνικής συνείδησης στην αναγκαστική προσγείωσή της από τη μεγάλη ιδέα στη σκληρή πραγματικότητα.

“Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπο της κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά...”, έγραφε ο ποιητής στο έργο του “Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄”.

 Ο Γιώργος Σεφέρης, μαζί με τον Οδυσσέα Eλύτη, θεωρούνται οι δυο παγκόσμιοι έλληνες ποιητές. Όχι μόνο επειδή υπήρξαν οι δύο μοναδικοί μέχρι τώρα έλληνες νομπελίστες, αλλά και γιατί η γλώσσα τους έκανε πιο πλούσιο έναν ολόκληρο λαό. Τα "Ημερολόγια" του Σεφέρη, αποτελούν το πιο ψύχραιμο προσωπικό κοίταγμα μιας ολόκληρης εποχής, με δηκτικότητα, ποίηση και κοινωνική ματιά που θα έπρεπε να ζηλεύουν οι επαγγελματίες πολιτικοί.

Μόλις είχε κλείσει τα μάτια του ο μεγάλος ποιητής Κ. Καβάφης, όταν ένας άλλος ποιητής μας, ο Γιώργος Σεφέρης, συνέχισε το μεγάλο μοιρολόγι της φυλής για τις χαμένες πατρίδες και την “Ελλάδα που σε πληγώνει παντού”:

 

 

<<Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας. >>

(Μυθιστόρημα: Αργοναύτες)

 

Ήταν και οι δυο απ' τις χαμένες πατρίδες της διασποράς. Η Ελλάδα μάζευε τα παιδιά της στη φωλιά της - όσα της είχαν απομείνει.

 

Η απλότητα είναι κατάκτηση, όχι επιλογή. Και όπως χαρακτηριστικά έλεγε Ο Γ. Σεφέρης: “Θα 'θελα να μιλήσω πιο απλά, να μου δοθεί αυτή η χάρη”.

     

 Η ζωή του Γ. Σεφέρη 

 

Ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό όνομα του Γεωργίου Σεφεριάδη), γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη, στη μικρασιατική, ελληνική μεγαλούπολη. Πρωτότοκος γιός του διεθνολόγου Στυλιανού Σεφεριάδη και της Δέσπως Σεφεριάδη (το γένος Τενεκίδη), προέρχονταν από λόγια οιικογένεια.

Η οικογένεια Σεφεριάδη, είχε φύγει το 1914 για την Αθήνα, όπου ο ποιητής τελείωσε το γυμνάσιο και εξακολούθησε τις νομικές του σπουδές στο Παρίσι (1918-24).

Τα γόνιμα χρόνια, από τα 18 ως τα 25 του, τα ζει σε άμεση επαφή με τα πνευματικά και ποιητικά ρεύματα που αλλάζουν την υφή της λογοτεχνίας στα χρόνια αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Εκεί τον φτάνει και ο αντίκτυπος της Μικρασιατικής καταστροφής (και της καταστροφής της Σμύρνης, της γενέθλιας πόλης του), και η μνήμη αυτή θα μείνει έμμονα ριζωμένη μέσα του.

Μετά την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών του σπουδών, θα ακολουθήσει το διπλωματικό στάδιο και θα εργαστεί σαν Ακόλουθος της Ελληνικής Κυβέρνησης, Πρόξενος, Πρέσβης, Σύμβουλος πρεσβειών, Διευθυντής Τύπου, κ.λ.π.

Το1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ Πανεπιστημίων του εξωτερικού. Το 1969 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό η "διακήρυξή " του εναντίον της δικτατορίας, που αποτέλεσε τότε ένα ηχηρό ράπισμα κατά της χούντας των Συνταγματαρχών.

Ο Σεφέρης δεν είναι εύκολος ποιητής αλλά δεν είναι σκοτεινός. Η γλώσσα που μιλά είναι δύσκολη , στη γλώσσα όμως αυτή η φωνή του είναι καθαρή και απερίφραστη. Εχεις την εντύπωση πως πέτυχε την καίρια έκφραση, που δεν μπορεί να ειπωθεί αλλιώς. Αυτό είναι το πιο αξιοαγάπητο στην ποίησή του, η απλότητα που φτάνει στη θερμότητα μιας εξομολόγησης.

Η ποίηση του Σεφέρη δεν είναι χαρούμενη. Είναι απαισιόδοξη και μελαγχολική. ΄Εχει τη θλίψη του ανθρώπου που συλλογίζεται πολύ πάνω στα ανθρώπινα, κι ακόμα του Ελληνα με το κατακάθι της πίκρας από τη σκλαβιά και τις εθνικές περιπέτειες. Ωστόσο η διάθεση αυτή δεν οδηγεί στην άρνηση ή στην καταστροφή.

Από την άλλη πλευρά του σκοταδιού είναι το φως, μαύρο και αγγελικό, "από το μέρος του ήλιου" στο κάστρο της Ασίνης θα ανεβεί στο τέλος "ασπιδοφόρος ο ήλιος πολεμώντας". Κάτω από την άρνηση υπάρχει μια πίστη που προστατεύει από την απελπισία, και μια στιβαρή αίσθηση των πραγμάτων που προφυλάσσει από τη διάλυση και το μηδενισμό.

 Πέθανε το Σεπτέμβριο του 1971.

 

   

 Τα βιβλία του Γ. Σεφέρη που εκδόθηκαν 

 

 

Ποιητικές Συλλογές

 

1932 "Στροφή" ( Αρνηση)

1932 "Η Στέρνα"

1935 "Το μυθιστόρημα"

1940 " Τετράδιο Γυμνασμάτων" ( Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές )

1940 "Ημερολόγιο καταστρώματος Α' "

1944 "Ημερολόγιο καταστρώματος Β' "

1947 "Κίχλη"

1955 " ...Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν"

1966 "Τρία κρυφά Ποιήματα"

1939 "Διάλογος πάνω στην ποίηση"

1944 "Δοκιμές"

1946 "Ερωτόκριτος"

 

 

Ταξιδιωτικά

 

1953 "Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας"

 

 

Μεταφράσεις

 

1936 Τ.Σ.'Ελιοτ

1940 "Η έρημη χώρα" του Τ.Σ. ΄Ελιοτ

1965 "Αντιγραφές" (Yeats, Gide, Valery, κ,ά)

1965 "Ασμα Ασμάτων"

1966"Η Αποκάλυψη του Ιωάννη"

 

Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα εξής έργα:

 

1973 "Οι ώρες της κυρίας Ερσης" (δοκίμιο για το ομώνυνυμο έργο του Ν.Γ.Πεντζίκη με το ψευδώνυμο Ιγνάτης Τρελός)

1973 "Εξι νύχτες στην Ακρόπολη" (μυθιστόρημα)

1975 "Αλληλογραφία" (Γ.Θεοτοκάς-Γ.Σεφέρης 1930-1966)

και τα ημερολόγια:

 

1972 "Χειρόγραφο Σεπτ. '41"

1973 "Μέρες του 1945-51"

1975 "Μέρες Α'" (16-2-1925 ως 17-8-1931)

1975 "Μέρες Β'" (24-8-1931 ως 12-2-1934)

1977 "Μέρες Γ'" (16-4-1934 ως 14-12-1940)

 

      

 Η δήλωση του Σεφέρη κατά της δικτατορίας 

 

 

Ο Γιώργος Σεφέρης στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας είχε επιλέξει τη σιωπή και την άρνηση να δημοσιεύσει δουλειά του στην Ελλάδα. Στις 28 Μαρτίου του 1969, δύο χρόνια πριν το θάνατο του, αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη φορά δημόσια και να καταγγείλει τη Δικτατορία. Η δήλωση του στο BBC έκανε τεράστια αίσθηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έδωσε δύναμη και ελπίδα στο αντιδικτατορικό κίνημα.

 

  Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.

Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:

Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. 

Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι' αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. `Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.

Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.

 

      

 Φθορά και λόγος στο έργο του Σεφέρη 

 

 

  “Φθορά” και “λόγος” είναι οι δύο πόλοι ανάμεσα στους οποίους κινείται ο Σεφέρης ήδη με το πρώτο του έργο, Στροφή, στα 1931. Με τον ποιητικό “λόγο” αποπειράθηκε να αντισταθεί στη “φθορά” στην οποία βρίσκεται εκτεθειμένος o άνθρωπος του εικοστού αιώνα, υποχρεωμένος να ζει σε έναν κόσμο "διαλυμένο και ναρκωμένο, όπου οι αισθήσεις εξατμίζονται και χάνουν την πραγματικότητά τους, μέσα στο χάος των εντυπώσεων", όπως εγκαίρως τον χαρακτήρισε ο ίδιος o ποιητής. 

Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες η “φθορά” πέρασε με δύο διαφορετικούς τρόπους στην ποίηση του Σεφέρη. Σύμφωνα με τον ένα, ο Σεφέρης πάει να αποτυπώσει τα δεδομένα της καθημερινότητας στην ασύνδετη και ασυνάρτητη διαδοχή τους, με μία διάθεση αμήχανης απογραφής συναισθημάτων και πραγμάτων. 

Η “φθορά” εκφράζεται στην άνεπανόρθωτη αμεσότητα της. Σύμφωνα με τον άλλο τρόπο - και είναι αυτός που επικράτησε στον ωριμότερο Σεφέρη -,επιδιώκει μία επεξεργασία των βιωμάτων σ' ένα υψηλότερο και απαιτητικότερο επίπεδο έκφρασης, όπου η καθημερινότητα και η φθορά δεν αναφέρονται με τον αποσπασματικό χαρακτήρα των πρώτων αντιδράσεων, αλλά χωνεύονται και ανασχηματίζονται σε μια σύνθεση υψηλού ύφους. Η “φθορά” έχει μετουσιωθεί σε ποιητικό “λόγο”. 

  

Από το βιβλίο του ΜΑRIO VITTI

 

"Φθορά και λόγος"

 

    

 Γ. Σεφέρη: Το ύφος μιας μέρας 

 

We plainly saw that not α soul lived in that fated vessel!

EDGAR ALLAN ΡΟΕ

 

  Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε ξένο τόπο

ο αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής πού φτερούγισε κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου

ή φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση και με τόσο κόπο

ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου.

 

Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά παράθυρα φερετροποιεία...

Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός πού διανυκτερεύει;

Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία

ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει αστρονομίζεται γυρεύει.

 

Στενοχωριέται: α χτυπήσουν την πόρτα ποιος θ' ανοίξει; Αν ανοίξει βιβλίο ποιον θα κοιτάξει;

Αν ανοίξει την ψυχή του ποιος θα κοιτάξει; Αλυσίδα.

Που 'ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δύο και τον αποσβολώνει;

Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος μπροστά σ' έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.

Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι ή πλήξη απλώνει.

 

Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι ακολουθάει το στοχασμό του πού άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι.

Πως μεγάλωσαν τα νύχια του καπετάνιου... κι ο ναύκληρος αξούριστος πού 'χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα...

Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ' άρμενα καμαρώνουν κι ή μέρα πάει να γλυκάνει.

Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η γοργόνα, κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη γάμπια καβάλα 

 

 

 Γ. Σεφέρη: Ερωτικός λόγος 

 

  Που πήγε η μέρα η δίκοπη πού είχε τα πάντα αλλάξει;

Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μάς πλωτός;

Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει

για την ψυχή πού νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός ;

 

Στην πέτρα τής υπομονής προσμένουμε το θάμα

που ανοίγει τα επουράνια κι ειν' όλα βολετά

προσμένουμε τον άγγελο σάν το πανάρχαιο δράμα

την ώρα πού του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

 

τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου καί τής μοίρας,

μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός

ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας

τρικύμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

 

     

 Γ. Σεφέρης: Άρνηση 

 

 

  Στο περιγιάλι το κρυφό

κι άσπρο σαν περιστέρι

διψάσαμε το μεσημέρι

μα το νερό γλυφό.

 

Πάνω στην άμμο την ξανθή

γράψαμε τ' όνομά της

ωραία που φύσηξεν ο μπάτης

και σβήστηκε η γραφή.

 

Με τι καρδιά, με τι πνοή,

τι πόθους και τι πάθος

πήραμε τη ζωή μας· λάθος !

κι αλλάξαμε ζωή.

  

      

 Γ. Σεφέρη: Το ναυάγιο της "Κίχλης" 

 

  "Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπο μου

τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες

σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Παρ' το, σου το χαρίζω

δες, είναι ξύλο λεμονιάς..."

 

Άκουσα τη φωνή

καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω

ένα καράβι πού το βούλιαξαν εδώ και χρόνια

το 'λεγαν "Κίχλη" ένα μικρό ναυάγιο τα κατάρτια,

σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια

 

ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του

στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού

σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.

 

Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους

ακολουθήσαν ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι

που έβγαιναν από του ήλιου τ' άλλο μέρος, το σκοτεινό

θα 'λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα

ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.

 

Κι ήρθε ή φωνή του γέρου, αύτή την ένιωσα

πέφτοντας στην καρδιά της μέρας

ήσυχη, σαν ακίνητη :

 

"Κι α, με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ το

το δίκιο σας θα 'ναι το δίκιο μου που να πηγαίνω

γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.

 

Το θάνατο τον προτιμώ

- ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει".

 

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον ήλιο.

Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον άνθρωπο.

      

 Γ. Σεφέρη: Το Φως 

  Καθώς περνούν τα χρόνια

πληθαίνουν οι κριτές πού σε καταδικάζουν

καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες

φωνές, βλέπεις τον ήλιο μ' άλλα μάτια

ξέρεις πώς εκείνοι πού έμειναν, σε γελούσαν,

το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός

πού τελειώνει στη γύμνια.

 

"Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,

άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου

πού έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου

τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι

ο δωρικός χιτώνας

πού αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,

είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.

 

Κι αυτούς πού αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια

και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο

κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν' αρμενίζει στο αίμα

ν' αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι

και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια

τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.

 

Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ' τα μπαστούνια

πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,

σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως

μ' ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,

καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες

πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια

ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά

προς τα χαλίκια του βυθού οι άσπρες λήκυθοι.

 

Αγγελικό και μαύρο, φως,

γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,

δακρυσμένο γέλιο, σε βλέπει ο γέροντας ικέτης

πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες

καθρεφτισμένο στο αίμα του πού γέννησε τον 'Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.

 

Αγγελική και μαύρη, μέρα ή γλυφή γέψη της γυναίκας πού φαρμακώνει το φυλακισμένο

βγαίνει απ' το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.


 

Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...

δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη

στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου,

σκοτεινή κοπέλα η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε, ο

ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει,

κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες

τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυόμενης

όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ' αγαπήσει,

στο φως και είσαι σ' ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα, ανοιχτάτρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από που

να κοιτάξεις πρώτα,

 

γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα τον πουλιών

θ' αδειάσει ή θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια

      

 Γ. Σεφέρη: Αστυάναξ 

  Τώρα πού θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί

που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,

μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα

και τ' άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν' αγγίξουν

την πράσινη επιφάνεια του νερού

στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.

 

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας

τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας

και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα

ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη

για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

 

Τώρα πού θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής

χαράζει, τώρα πού κανείς δεν ξέρει

ποιόν θα σκοτώσει και πως θα τελειώσει,

πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως

κάτω απ' τα φύλλα εκείνου του πλατάνου

και μάθε του να μελετά τα δέντρα. 

 

Γ. Σεφέρη: Άνοιξη μ.Χ. 

 

  Πάλι με την άνοιξη

φόρεσε χρώματα ανοιχτά

και με περπάτημα αλαφρύ

πάλι με την άνοιξη

πάλι το καλοκαίρι

χαμογελούσε.

 

Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς

στήθος γυμνό ως τις φλέβες

πέρα απ' τη νύχτα τη στεγνή

πέρα απ' τους άσπρους γέροντες

πού συζητούσαν σιγανά

τι θα 'τανε καλύτερο

να παραδώσουν τα κλειδιά

ή να τραβήξουν το σκοινί

να κρεμαστούνε στη θηλιά

ν' αφήσουν άδεια σώματα

κει πού οι ψυχές δεν άντεχαν

εκεί πού ο νους δεν πρόφταινε

και λύγιζαν τα γόνατα.

 

Με τους καινούργιους ροδαμούς

οι γέροντες αστόχησαν

κι όλα τα παραδώσανε

αγγόνια και δισέγγονα

και τα χωράφια τα βαθιά

και τα βουνά τα πράσινα

και την αγάπη και το βιός

τη σπλάχνιση και τη σκεπή

και ποταμούς και θάλασσα

και φύγαν σαν αγάλματα

κι άφησαν πίσω τους σιγή

που δεν την έκοψε σπαθί

πού δεν την πήρε καλπασμός

μήτε η φωνή των άγουρων

κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά

κι ήρθε η μεγάλη στέρηση

μαζί μ' αυτή την άνοιξη

και κάθισε κι απλώθηκε

ωσάν την πάχνη της αυγής

και πιάστη απ' τ' αψηλά κλαδιά

μέσ' απ' τα δέντρα γλίστρησε

και την ψυχή μας τύλιξε.

 

Μα εκείνη χαμογέλασε

φορώντας χρώματα ανοιχτά

σαν ανθισμένη αμυγδαλιά

μέσα σε φλόγες κίτρινες

και περπατούσε ανάλαφρα

ανοίγοντας παράθυρα

στον ουρανό πού χαίρονταν

χωρίς εμάς τους άμοιρους.

Κι είδα το στήθος της γυμνό

τη μέση και το γόνατο

πώς βγαίνει από την παιδωμή

να πάει στα επουράνια

ο μάρτυρας ανέγγιχτος

ανέγγιχτος και καθαρός,

έξω απ' τα ψιθυρίσματα

του λαού τ' αξεδιάλυτα

στον τσίρκο τον απέραντο

έξω απ' το μαύρο μορφασμό

τον ιδρωμένο τράχηλο

του δήμιου π' αγανάχτησε

χτυπώντας ανωφέλευτα.

 

Έγινε λίμνη η μοναξιά

έγινε λίμνη η στέρηση

ανέγγιχτη κι αχάραχτη.

 

16 Μαρτ. '39

  

      

 Γ. Σεφέρη: Φωτιές του Αϊ-Γιάννη 

 

 

  Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν' αλλάξει

δεν μπορεί να γίνει τίποτε.

Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ' αστέρια κι ας ανάβουν οι φωτιές.

 

 

Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα βλέπεις

βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη

τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά το κορμί σου,

μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο

της μοναξιάς και της σιωπής

κι ας ανάβουν οι φωτιές.

 

Την ώρα που τέλειωσε ή μέρα και δεν άρχισε ή άλλη

την ώρα που κόπηκε ο καιρός

εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε το κορμί σου

πρέπει να τον εύρεις

πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο

κάποιος άλλος, όταν θα 'χεις πεθάνει.

 

Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν μπροστά στις φλόγες μέσα στή ζεστή νύχτα

(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)

και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν

(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια, τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια

ανταύγεια).

 

 

Μα εσύ πού γνώρισες τη χάρη τις πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο

το βράδυ που έπεσε ή γαλήνη

άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς και της σιωπής

μέσα στο κορμί σου

τη νύχτα εκείνη του Αι-Γιάννη

όταν έσβησαν όλες οι φωτιές

και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ' αστέρια.

 

Λονδίνο, Ιούλιος 1932